φιλοξύτονος

φιλοξύτονος
-ον, Μ
γραμμ. (για λέξη) αυτός που τονίζεται συνήθως στην λήγουσα με οξεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ὀξύτονος «αυτός που τονίζεται στη λήγουσα με οξεία»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φιλοξυτόνους — φιλοξύτονος usually oxytone masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”